- πευκινος
- πεύκινοςπεύκῐνος3сосновый
(λαμπάς Soph.; κορμός Eur.)
πεύκινα δάκρυα Eur. — капли сосновой смолы
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λαμπάς Soph.; κορμός Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεύκινος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεύκινος — η, ο / πεύκινος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεύκο 2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου αρχ. το ουδ. ως ουσ. τα πεύκινα τα κλαδιά πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
πεύκινος — η, ο ο από πεύκο κατασκευασμένος, αλλιώς τσαμίσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πευκίνων — πεύκινος of fem gen pl πεύκινος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεύκινον — πεύκινος of masc acc sg πεύκινος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκίναις — πεύκινος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκίνη — πεύκινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκίνην — πεύκινος of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκίνης — πεύκινος of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκίνοις — πεύκινος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκίνοισι — πεύκινος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)